ιχνολογώ

ιχνολογώ
ἰχνολογῶ, -έω (AM)
ανιχνεύω, αναζητώ, ιχνηλατώ*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + -λογῶ (< -λογος < λόγος), πρβλ. σταχυο-λογώ, ψηφο-λογώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”